- ολιγοδενδρογλοίωμα
- τοιατρ. σπάνια ποικιλία γλοιώματος που παράγεται από ολιγοδενδρογλοία.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. oligodendroglioma < oligodendroglia (< ολίγος + δένδρον + γλοία) + -ωμα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.